- ἐπιχρονίσῃ
- ἐπιχρονίζωlast longaor subj mid 2nd sgἐπιχρονίζωlast longaor subj act 3rd sgἐπιχρονίζωlast longfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχρονίζω — ἐπιχρονίζω (Α) διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.) 2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος 3. παθ. ἐπιχρονίζομαι φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.) … Dictionary of Greek